- τρίχαπτος
- -ον, και τ. ουδ. τριχαπτόν, ΝΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το τρίχαπτο(ν)(παλ. λόγιος τ.) δαντέλααρχ.1. πλεγμένος ή υφασμένος με τρίχες2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολύ λεπτή ύφανση, λεπτοΰφαντος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχαπτον(ενν. ἱμάτιον) λεπτή καλύπτρα, πέπλο κατασκευασμένο από τρίχες4. (κατά τον Ησύχ.) «τριχαπτόνβομβύκινον ὕφασμα ὑπὲρ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς ἁπτόμενον ἢ πολύτιμον».[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -απτος (< ἅπτω), πρβλ. ἀνέφ-απτος].
Dictionary of Greek. 2013.